- σεκλετίζω
- разг 1. μετ. вызывать тревогу, волнение, печаль, грусть, тоску;2. αμετ. впадать в уныние, печалиться, огорчаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεκλετίζω — και σεκλεντίζω σεκλετίστηκα, στενοχωρώ ή λυπώ κάποιον: Τα λόγια σου με σεκλετίζουν. – Μη σεκλετίζεσαι, κι όλα θα πάνε καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεκλετίζω — και σεκλεντίζω και σικλετίζω Ν 1. στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. παθ. σεκλετίζομαι και σεκλεντίζομαι και σικλετίζομαι θλίβομαι, βασανίζομαι, ιδίως από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sikildim, αόρ. τού sikilmak] … Dictionary of Greek
σεκλέτισμα — το, Ν [σεκλετίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σεκλετίζω, το σεκλέτι … Dictionary of Greek
σεκλεντίζω — Ν βλ. σεκλετίζω … Dictionary of Greek
σικλετίζω — Ν βλ. σεκλετίζω … Dictionary of Greek